Οι Νησίδες της Μυκόνου
Πέρα από τις δεκάδες μεγαλύτερα ή μικρότερα κατοικημένα νησιά του Αιγαίου, που με τον πολιτισμό και τις περιβαλλοντικές τους ιδιαιτερότητες, διαμορφώνουν τη συλλογική μας εικόνα για τον αιγαιακό νησιωτικό χαρακτήρα, υπάρχουν διάσπαρτες περισσότερες από 6000 νησίδες και βραχονησίδες. Για τους περισσότερους δεν είναι τίποτα άλλο παρά ακατοίκητοι, αφιλόξενοι βράχοι, που η χρησιμότητά τους περιορίζεται στη διεύρυνση των χωρικών υδάτων της χώρας, ή πιο σπάνια, σε πεδία «καινοτόμων» πειραματισμών. Όμως, όλοι όσοι έχουν ζήσει ή γνωρίσει από κοντά τις νησίδες και βραχονησίδες αυτές, ξέρουν ότι όλες, λίγο έως πολύ, συγκεντρώνουν μοναδικά χαρακτηριστικά, μοναδικές ψηφίδες στο πολυδιάστατο ψηφιδωτό του Αιγαίου.
Οι νησίδες καθορίζονται από το μικρό τους μέγεθος, που δεν ξεπερνά τα λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ τα βραχονήσια είναι ακόμα μικρότεροι σχηματισμοί, πολύ μικρότερα του ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου, ικανά όμως να φέρουν βλάστηση. Διαχρονικά ο άνθρωπος έχει περιορισμένη – περιστασιακή παρουσία σε αυτές, με μερικές εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Κυρίαρχες δραστηριότητες αποτελούν η κτηνοτροφία και πιο σπάνια η γεωργία. Όσες διαθέτουν απάνεμους κόλπους χρησιμοποιούνται ως αραξοβόλια σε δύσκολους καιρούς από ψαράδες και θαλασσοπόρους. Μικρά εκκλησάκια συγκεντρώνουν κατά διαστήματα τους παραπλέοντες πιστούς και τους κατοίκους των κοντινών οικισμών.
Η γεωμορφολογία, η έκταση και η απομόνωση, γεωγραφική και χρονική, αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά των μικρονησιών που διαμορφώνουν τη βιοποικιλότητά τους, δηλαδή τη χλωρίδα, την πανίδα και τα οικοσυστήματά. Όσο πιο μικρή είναι μια νησίδα τόσο πιο ευαίσθητη είναι η βιοποικιλότητά της σε απότομες αλλαγές, όπως αυτές που επιφέρει συχνά ο άνθρωπος. Επιπρόσθετα, ο βαθμός της γεωγραφικής και χρονικής απομόνωσης διαμορφώνει κατά κανόνα τα μοναδικά χαρακτηριστικά της ζωής στα μικρονήσια, επιταχύνοντας τις διαδικασίες της εξέλιξης. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά, η φυσιολογία, η συμπεριφορά, οι σχέσεις των οργανισμών και οι λειτουργίες των οικοσυστημάτων σε κάθε νησίδα ακολουθούν ξεχωριστή πορεία. Τα μικρονήσια αποτελούν δραστήρια φυσικά εργαστήρια εξέλιξης.
Η πλειοψηφία των νησίδων και βραχονησίδων του Αιγαίου βρίσκονται σε πολύ μικρή απόσταση από μεγαλύτερα νησιά ή ηπειρωτικές ακτές. Δημιουργήθηκαν μετά την τελευταία παγετώδη περίοδο, όταν πριν από 18000 χρόνια οι πάγοι άρχισαν να λιώνουν και η επιφάνεια της θάλασσας σταδιακά ανέβηκε κατά 120 μέτρα. Πιο σπάνια, οι νησίδες αυτές οφείλονται σε ενδόγαιες δυνάμεις, που βυθίζουν ή ανυψώνουν τμήματα του Αιγαίου. Ο σχετικά μικρός χρόνος απομόνωσης και η εγγύτητά τους στις ακτές είναι οι κύριες αιτίες που καθιστούν τη βιοποικιλότητά τους υποσύνολο των γειτονικών τους μεγαλύτερων περιοχών. Επιπρόσθετα, η μικρή απόστασή τους από κατοικημένες περιοχές αυξάνει την επισκεψιμότητά τους από τον άνθρωπο με αποτέλεσμα την εισαγωγή ανθρωπόφιλων ειδών. Παρόλα αυτά στις παράκτιες νησίδες βρίσκουν καταφύγιο τα είδη που ενοχλούνται από την έντονη ανθρώπινη παρουσία, όπως φώκιες, πουλιά, ερπετά και τον ανταγωνισμό των συνάνθρωπων ειδών, όπως είναι για παράδειγμα τα καλλιεργούμενα φυτά και τα κατοικίδια ζώα.
Η Μύκονος, όπως όλα τα νησιά του Αιγαίου, διαθέτει τα δικά της μικρονήσια. Στα νοτιοανατολικά και τα νοτιοδυτικά του νησιού όπου η θάλασσα είναι περισσότερο αβαθής 50 – 100 μέτρα, διαμορφώνεται ένας μεγάλος αριθμός νησίδων, βραχονησίδων και βράχων, υπολείμματα ενός μεγαλύτερου νησιού και μιας χερσαίας γέφυρας που ένωνε τη Μύκονο με την Τήνο πριν από 18000 χρόνια. Στα ανατολικά σε απόσταση 9 χιλιομέτρων βρίσκονται τα Σταπόδια με έκταση 0.5 τετραγωνικά χιλιόμετρα και σε 1,5 χιλιόμετρα, το Τραγονήσι με έκταση 1,4 τετ. χιλιόμετρα. Στα δυτικά, κυριαρχεί λόγω έκτασης, η νησίδα Ρήνεια, 14 τετ. χιλιόμετρα και λίγο πιο ανατολικά η φημισμένη λόγω της ιστορίας της, νησίδα Δήλος, με έκταση 3,5 τετ. χιλιόμετρα. Γύρω και ανάμεσα στις νησίδες αυτές, όπως και ανατολικά τους προς τη Μύκονο, σχηματίζονται αρκετές βραχονησίδες όπως ο Πάνω και Κάτω Ρεματιάρης, τα Πρασονήσια και ο Άγιος Γεώργιος.
Τα θεμέλια της Μυκόνου, όπως και των νησίδων της διαμορφώνονται κυρίως από διάφορους τύπους γρανίτη, πετρώματα που προέρχονται από ηφαιστειακή δραστηριότητα, πριν από δεκάδες εκατομμύρια χρόνια. Λίγες εμφανίσεις σχιστόλιθων και μαρμάρων μαρτυρούν την ενότητα της περιοχής με τις υπόλοιπες Κυκλάδες και την Αττική.
Το κλίμα των νησίδων όπως και της ευρύτερης περιοχής είναι τυπικό Μεσογειακό, με τους βόρειους ανέμους να επικρατούν, με μεγάλη ηλιοφάνεια και βροχές γύρω στα 500 χιλιοστά το χρόνο, που δημιουργούν μία υγρή περίοδο από το Νοέμβριο μέχρι και τον Απρίλιο. Η απουσία επιφανειακών νερών στα μικρονήσια, η μεγάλη άνυδρη περίοδος και οι ισχυροί άνεμοι, αποτελούν τις μεγαλύτερες επιλεκτικές πιέσεις που δέχονται όλοι οι νησιωτικοί πληθυσμοί.
Κυρίαρχη φυτική διάπλαση σε όλες τις νησίδες είναι τα φρύγανα. Επικρατέστερος θάμνος κυρίως σε περιοχές με εγκαταλειμμένες καλλιέργειες είναι η αστοιβίδα (Sarcopoterium spinosum). Η βλάστηση, που αναπτύσσεται στις πιο προφυλαγμένες από τον άνεμο περιοχές των νησιών αποτελεί υποσύνολο της Μυκόνου και περιλαμβάνει πολλά ενδημικά είδη και υποείδη των Κυκλάδων και του Αιγαίου. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η καμπανούλα (Campanula reiseri), το γαϊδουράγκαθο (Onopordum caulescens ssp caulescens) και η νιγέλλα (Nigella degenii ssp barbro).
Όπως και η χλωρίδα, έτσι και η πανίδα των νησίδων αποτελεί υποσύνολο της Μυκόνου. Εξαίρεση αποτελεί η ορνιθοπανίδα, που υπήρξε η βασική αιτία ένταξής τους στο δίκτυο Natura 2000, καθώς απειλούμενα είδη όπως ο αιγαιόγλαρος (Larus audouinii), ο μαυροπετρίτης (Falco eleonorae) και ο σπιζαετός (Aquila fasciata) συναντώνται στα Σταπόδια, το Τραγονήσι και τη Ρήνεια. Σε μεγάλο βαθμό άγνωστη είναι η πανίδα των ασπόνδυλων, που σίγουρα κρύβει πολλά ενδιαφέροντα, ενδημικά ή σπάνια, είδη.
Όμως εκτός από τα πιο πάνω, κάθε μία από τις τέσσερις μεγαλύτερες νησίδες της Μυκόνου, συγκεντρώνει τα δικά της μοναδικά χαρακτηριστικά.
Η Δήλος αποτελεί μοναδική περίπτωση νησίδας με τόσο μεγάλη και έντονη ανθρώπινη παρουσία. Από τους Αρχαϊκούς χρόνους μέχρι και το τέλος της Ρωμαϊκής περιόδου, υπήρξε κέντρο λατρείας όπου η συγκέντρωση ανθρώπων και αγαθών ήταν τόσο μεγάλη, που ήταν ικανή να αλλάξει σημαντικά το περιβάλλον πολύ μεγαλύτερων περιοχών. Δυστυχώς δεν έχουμε μελετήσει ακόμα την τόσο μεγάλη επίδραση του ανθρώπου σε ένα τόσο μικρό νησί. Οι σαύρες «κροκοδειλάκια» (Laudakia stellio) και τα σαλιγκάρια (Albinaria caerulea milleri) που σχετίζονται με την Πάρο, νησί που προμήθευε μάρμαρα στα κτίσματα της Δήλου, δείχνουν ακόμα και σήμερα το μέγεθος της επίδρασης.
Η Ρήνεια στην ουσία αποτελείται από δύο νησίδες, που συνδέονται με ένα αμμώδη λαιμό. Το επίπεδο ανάγλυφό της, επέτρεπε την εκτεταμένη καλλιέργεια κυρίως σιτηρών. Υπήρξε το νησί που ζούσε στη σκιά της Δήλου, με διαχρονική αλλά όχι τόσο έντονη ανθρώπινη παρουσία. Σήμερα είναι ορατά τα σημάδια της εγκατάλειψης. Πολλές εκδρομές οργανώνονται τους καλοκαιρινούς μήνες στα καταγάλανα νερά της.
Το Τραγονήσι, αν και η πιο κοντινή νησίδα στη Μύκονο, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, όχι μόνο για την ορνιθοπανίδα της, αλλά και για την παρουσία της φώκιας (Monachus monachus) που φωλιάζει στις πολλές θαλάσσιες σπηλιές της. Το μικρό εκκλησάκι της Παναγίας συγκεντρώνει κάθε χρόνο τον Ιούνιο τους πιστούς σε ένα πανηγύρι κατά παράδοση μόνο για άντρες.
Τα Σταπόδια λόγω απόστασης και μορφολογίας αποτελούν τη λιγότερο επηρεασμένη από τον άνθρωπο νησίδα της Μυκόνου. Εκτός από τους γρανίτες, εκτεταμένη είναι η παρουσία θαλασσίων ιζημάτων άμμου, με μεγάλο αριθμό απολιθωμάτων κυρίως κοραλλιών και μαλακίων , που χρονολογούνται πριν από 5 εκατομμύρια χρόνια. Οι πληθυσμοί των πουλιών που ζουν ή διέρχονται από αυτά και οι φώκιες είναι τα πιο σημαντικά περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά των Χταποδιών. Όμως και εδώ η άγνοια της ασπόνδυλης πανίδας μας στερεί από είδη που μπορεί να φωτίσουν τις παλιές συνδέσεις των Κυκλάδων με την Ικαρία και τα ανατολικότερα νησιά.
Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν οι νησίδες της Μυκόνου, εκτός από παράγοντες της κλιματικής αλλαγής, σχετίζονται με όποια πιθανή μαζική, ανεξέλεγκτη τουριστική ανάπτυξη και σχέδια για δυσανάλογα μεγάλα έργα, σε σχέση με την έκτασή τους, όπως είναι η ανεξέλεγκτη μαζική επισκεψιμότητα, ή ακόμη μια πιθανή εγκατάσταση ΑΠΕ.
Η όσο το δυνατόν πιο ευρεία επίγνωση της μοναδικότητάς τους από τους κατοίκους ή τους επισκέπτες θα διασφαλίσει τη συνέχιση των λειτουργιών τους και την αλληλεπίδρασή τους με τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των κατοίκων, ανάχωμα στην προβαλλόμενη πολιτισμική ομογενοποίηση.
Μωυσής Μυλωνάς
Ομότιμος Καθηγητής Οικολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
The Islets of Mykonos
Beyond the dozens of larger or smaller inhabited islands in the Aegean, whose unique cultural and environmental traits have moulded our collective image of what such an island means, the same sea is home to over 6,000 scattered islets and rocky isles. To most people they are no more than uninhabited, inhospitable rocks, useful only in extending the country’s territorial waters, or more rarely as testing ground for “innovative” experimentation. Yet anyone who has experience of these islets and rocky isles or has seen them at close quarters knows that, to a greater or lesser extent, they boast unique characteristics, as distinctive pieces in the multidimensional mosaic of the Aegean.
The islets are defined by their small size, never exceeding a few square kilometres; rocky isles are even smaller formations, measuring much less that a square kilometre, though capable of supporting vegetation. Historically speaking, human presence on them has been limited or occasional, despite some exceptions that prove the rule. The principal activities on them are grazing or, more rarely, farming. Those with sheltered bays are used by fishermen and seafarers in bad weather. From time to time, small chapels bring together those sailing by and the inhabitants of nearby villages.
Geomorphology, land area and geographical and temporal isolation are the key characteristics of small islets determining their biodiversity, i.e. their flora, fauna and ecosystems. The smaller an islet is, the more sensitive its biodiversity to sudden changes of the type often wrought by humans. In addition, the degree of geographical and temporal isolation tends to shape the unique characteristics of life on such islets, speeding up evolutionary processes. Morphological characteristics, physiology, relations between organisms and ecosystem functions chart a separate course on each islet. Small islands are active natural laboratories of evolution.
The majority of islets and rocky isles in the Aegean lie very close to larger islands or mainland coasts. They were created after the last ice age, 18,000 years ago, when the ice began to melt, and the sea level gradually rose by 120 metres. More rarely, such islets owe their existence to the subterranean forces that raise or submerge parts of the Aegean. Relatively short isolation time and proximity to coasts are the main factors that render their biodiversity subsets of larger neighbouring areas. Furthermore, their short distance from inhabited areas facilitates visits by humans, resulting in the introduction of anthropophilic species. Nonetheless, coastal islets provide a refuge for species including seals, birds and reptiles that are disturbed by intensive human presence, as well as by competition from synanthropic species such as crops and pets.
Like all Aegean islands, Mykonos has its own small islets. To the southeast and southwest, where the sea only reaches depths of 50-110 metres, there are many islets, rocky isles and rocks - the remnants of a larger island and a land bridge that joined Mykonos to Tinos 18,000 years ago. Nine kilometres to the east is Stapodia (0.5 km2); 1.5 kilometres off is Tragonisi (1.4 km2). Dominating the scene to the west on account of its area is Rhenia (14 km2) and, slightly further east, the historically renowned islet of Delos (3.5 km2). Around and between these islands and eastwards towards Mykonos are several rocky islet formations such as Pano and Kato Rematiaris, the Praso islets (Prasonisia) and Aghios Georgios.
The foundations of Mykonos and its islets are mainly formed of various types of granite, rocks originating in volcanic activity tens of millions of years ago. Disparate appearances of shales and marble testify that the area belonged to the same landmass as the Cyclades and Attica.
The islets and wider area have a typical Mediterranean climate, with prevailing northerly winds, extensive sunshine and around 500 mm of rain per year, falling in a wet season from November to April. Lack of surface water on the small islands, the lengthy dry period and strong winds are the greatest selective pressures exerted on all the island populations.
Phrygana are the main form of plant life on all the islets. The commonest bush is thorny burnet (Sarcopoterium spinosum), mainly on tracts of abandoned farmland. The vegetation in more sheltered areas of the islands is a subset of that on Mykonos, including numerous endemic species and subspecies of the Cyclades and the Aegean, outstanding examples being the bellflower (Campanula reiseri), thistle (Onopordum caulescens ssp caulescens) and nigella (Nigella degenii ssp barbro).
Like the flora, fauna on the islands is a subset of that on Mykonos. One exception is the birdlife, which is the basic reason why the islets were included in the Natura 2000 network: endangered species such as the Audouin’s gull (Larus audouinii), the Eleonora’s falcon (Falco eleonorae) and the Bonelli’s eagle (Aquila fasciata) are encountered on Stapodia, Tragonisi and Rhenia. Invertebrate fauna remains largely unknown, though several interesting endemic or rare species undoubtedly await discovery.
Yet in addition to the above, each one of the larger islets of Mykonos boasts its own distinctive characteristics.
Delos is a unique instance of a small islet subjected to such large-scale, intensive human presence. From Archaic times until the end of the Roman period, it was a centre of worship where the concentration of humans and goods more than sufficed to have significantly altered the environment of far larger areas. Unfortunately, we have yet to study the enormity of human impact on such a small island. The painted dragon lizards (Laudakia stellio) and Albinaria caerulea milleri door snails associated with Paros, the island that provided marble for the buildings on Delos, bear constant witness to the scale of that influence.
Essentially speaking, Rhenia consists of two islands joined by a sandy spit. Its flat terrain enabled extensive crop growing, mainly of grain. It was an island that lived in the shadow of Delos, with an enduring but less intensive human presence. Signs of neglect are clearly visible today. Frequent daytrips to its limpid waters are organised in the summertime.
Despite being closest to Mykonos, Tragonisi is highly interesting, not only on account of its birdlife, but also due to the presence of monk seals (Monachus monachus), which nest in its numerous sea caves. In June every year, the small chapel of the Virgin Mary draws the faithful to what tradition dictates is a male-only feast day.
On account of its distance and terrain, Stapodia is the islet of Mykonos least affected by humans. Alongside granite, marine sand sediments are heavily apparent here, featuring a large number of mainly coral and mollusc fossils dating back over 5 million years. The resident or migratory bird populations and seals are the most important environmental features on Stapodia. Yet here again, ignorance of the invertebrate fauna deprives us of species that may shed light on past connections between the Cyclades, Ikaria and the islands further east.
The challenges faced by the islets of Mykonos have to with to the uncontrolled growth of mass tourism, and plans for development projects out of all proportion to their area, such as the installation of wind parks.
Greater public awareness of the islets’ unique character will safeguard the ongoing survival of their functions and interaction with the cultural characteristics of local people, acting as a bulwark against emergent cultural uniformity.
Moisis Mylonas
Emeritus Professor of Ecology at the University of Crete